κυκλογραφία

κυκλογραφία
κυκλογραφία, ἡ (Α) [κυκλογραφώ]
χάραξη σχήματος κύκλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κυκλογραφία — Κυκλογραφίᾱ , Κυκλογραφία description fem nom/voc/acc dual Κυκλογραφίᾱ , Κυκλογραφία description fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλογραφίας — Κυκλογραφίᾱς , Κυκλογραφία description fem acc pl Κυκλογραφίᾱς , Κυκλογραφία description fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • χρονοκυκλογραφία — η, Ν μέθοδος κινησιολογικής μελέτης τής εργασίας, βασιζόμενη στη φωτογραφική αποτύπωση τών κινήσεων τού εργάτη κατά την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας, με στόχο την αύξηση τής αποδοτικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronocyclography …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”